- ονομάτισμα
- το [ονοματίζω]1. ονόμασμα2. κατονομασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομάτισμα — το 1. η διάκριση ή η κλήση κάποιου με το όνομά του, κατονομασία 2. (λαογρ.) είδος εξορκισμού κατά τον οποίο αναφέρεται το όνομα τού αρρώστου μαζί με το όνομα τού Χριστού, τής Παναγίας ή αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονομάτισμα με σίγηση τού αρκτικού ο ] … Dictionary of Greek
Όρνιθες — Κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το 414 στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή… … Dictionary of Greek
παρατσούκλι — το ιού, πειραχτικό ονομάτισμα, παρανόμι, παραγκώμι: Δημητρό τόνε λένε, μα το παρατσούκλι του είναι Αμπελουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)